- σοκολατένιος, -ια, -ιο
- 1. φτιαγμένος από σοκολάτα: Αγόρασε ένα σοκολατένιο αβγό.2. σοκολατής: Με την ηλιοθεραπεία το δέρμα της έγινε σοκολατένιο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.