σοκολατένιος, -ια, -ιο

σοκολατένιος, -ια, -ιο
1. φτιαγμένος από σοκολάτα: Αγόρασε ένα σοκολατένιο αβγό.
2. σοκολατής: Με την ηλιοθεραπεία το δέρμα της έγινε σοκολατένιο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σοκολατένιος — και τσοκολατένιος, α, ο, Ν 1. παρασκευασμένος από σοκολάτα 2. αυτός που έχει το χρώμα τής σοκολάτας, σοκολατής 3. φρ. «σοκολατένιος στρατιώτης» στρατιώτης ο οποίος κατά τον πόλεμο παραμένει στα γραφεία τών μετόπισθεν, άμαχος, αλλ. κουραμπιές.… …   Dictionary of Greek

  • τσοκολατένιος — α, ο, Ν βλ. σοκολατένιος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”